экипироваться - ορισμός. Τι είναι το экипироваться
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι экипироваться - ορισμός


экипироваться      
несов. и сов.
1) Запасаться необходимым снаряжением и обмундированием; снаряжаться.
2) Страд. к несов. глаг.: экипировать.
экипироваться      
ЭКИПИРОВ'АТЬСЯ, экипируюсь-экипируюсь, экипируешься-экипируешься (офиц.).
1. ·совер. и ·несовер. ·возвр. к экипировать
.
2. ·несовер. страд. к экипировать
.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για экипироваться
1. Каякеры предпочитают полностью экипироваться самостоятельно.
2. Но прежде чем зажигать на льду, следует правильно экипироваться.
3. ЭКСТРЕМАЛАМ НА ЗАМЕТКУ Главное - правильно экипироваться Лавины - главный враг горнолыжников.
4. - Судя по вашему виду, вы уже успели экипироваться зенитовской формой?
5. Игры состоятся в Москве или подмосковном Новогорске. 21 июля российские волейболистки - участницы Олимпиады будут экипироваться.
Τι είναι экипироваться - ορισμός